- ἀπιστούντως
- ἀπιστούντως, Adv.A = ἀπίστως 2, Numen. ap. Eus.PE14.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπιστούντως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)